χύτευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χύτευση οι χυτεύσεις
      γενική της χύτευσης* των χυτεύσεων
    αιτιατική τη χύτευση τις χυτεύσεις
     κλητική χύτευση χυτεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χυτεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Διαδικασία χύτευσης όπου λιωμένο κράμα κασσίτερου και μολύβδου (στους 300°C) χύνεται σε ένα εκμαγείο (τα δύο μέρη σφίγγονται μεταξύ τους). Το εκμαγείο φέρει κούφια κοιλότητα στο σχήμα στρατιωτών και αφήνεται να πήξει. Αφού πήξει το κράμα, το χύτευμα απογυμνώνεται από το εκμαγείο. Τα ανεπιθύμητα κομμάτια της διαδικασίας (όπως η χοάνη ή όπου το κράμα έχει εισχωρήσει σε ρωγμές στο εκμαγείο) απομακρύνονται.

Ετυμολογία

χύτευση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χύτευση θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη χυτεύω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.