χύσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χύσι τα χύσια
      γενική του χυσιού των χυσιών
    αιτιατική το χύσι τα χύσια
     κλητική χύσι χύσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χύσι < χύνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈçi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χύσι
ομόηχο: χύση

Ουσιαστικό

χύσι ουδέτερο

  • (χυδαίο) (συνηθίζεται στον πληθυντικό) υγρό που κατά το τέλος της συνουσίας εκκρίνεται από τα γεννητικά όργανα. Στον άντρα είναι το σπέρμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.