έκχυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκχυση οι εκχύσεις
      γενική της έκχυσης* των εκχύσεων
    αιτιατική την έκχυση τις εκχύσεις
     κλητική έκχυση εκχύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκχύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκχυση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκχυ(σις) + -ση < ἐκχύνω < αρχαία ελληνική ἐκχέω < χέω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική effusion[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈek.çi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκχυση

Ουσιαστικό

έκχυση θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη χύνω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.