χωλότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωλότητα οι χωλότητες
      γενική της χωλότητας των χωλοτήτων
    αιτιατική τη χωλότητα τις χωλότητες
     κλητική χωλότητα χωλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωλότητα < ελληνιστική χωλότης < < αρχαία ελληνική χωλός

Προφορά

ΔΦΑ : /xoˈlo.ti.ta/

Ουσιαστικό

χωλότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα αυτού που είναι χωλός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.