χτενισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χτενισμένος | η | χτενισμένη | το | χτενισμένο |
| γενική | του | χτενισμένου | της | χτενισμένης | του | χτενισμένου |
| αιτιατική | τον | χτενισμένο | τη | χτενισμένη | το | χτενισμένο |
| κλητική | χτενισμένε | χτενισμένη | χτενισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χτενισμένοι | οι | χτενισμένες | τα | χτενισμένα |
| γενική | των | χτενισμένων | των | χτενισμένων | των | χτενισμένων |
| αιτιατική | τους | χτενισμένους | τις | χτενισμένες | τα | χτενισμένα |
| κλητική | χτενισμένοι | χτενισμένες | χτενισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χτενισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χτενίζω, χτενίζομαι
Μετοχή
χτενισμένος, -η, -ο
- που έχει χτενιστεί
- που τον έχουν χτενίσει
- (μεταφορικά) για κείμενο που το έχουν επεξεργαστεί γλωσσικά
Αντώνυμα
Σύνθετα
- κακοχτενισμένος
- καλοχτενισμένος
Μεταφράσεις
χτενισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.