ξεμπερδεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεμπερδεύω < μεσαιωνική ελληνική ξεμπερδένω και ξεμπερδεύω < ξε και μπερδεύω ή μπερδένω < ἐν και περιδένω < αρχαία ελληνική περιδέω (πλέκω, δένω ολόγυρα)

Ρήμα

ξεμπερδεύω

  1. ενεργώ έτσι ώστε κάτι ή κάποιος να πάψει να είναι μπερδεμένο(ς)
    ξεμπερδεύω ένα κουβάρι μαλλί που είχε μπλεχτεί
  2. (με κάτι) ενεργώ έτσι ώστε κάτι να πάψει να με απασχολεί, απαλλάσσομαι από κάτι που ταλαιπωρεί, τελειώνω κάτι που πρέπει να κάνω
    όταν ξεμπερδέψω με τις δουλειές μου, θα σου τηλεφωνήσω να συναντηθούμε

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.