χτίσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χτίσιμο τα χτισίματα
      γενική του χτισίματος των χτισιμάτων
    αιτιατική το χτίσιμο τα χτισίματα
     κλητική χτίσιμο χτισίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χτίσιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κτίσιμον με ανομοίωση άρθρωσης [kt] > [xt]. Συγχρονικά αναλύεται σε χτίζω (θέμα αορίστου: χτισ) + -ιμο. Συγκρίνετε με το κτίσιμο. [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxti.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χτίσιμο

Ουσιαστικό

χτίσιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του χτίζω
    το χτίσιμο του σπιτιού
     συνώνυμα: κατασκευή, οικοδόμηση, ανέγερση
  2. (μπόντι μπίλντινγκ) η προσπάθεια για την αύξηση της μυϊκής μάζας και την ανάδειξη των μυών ενός καλογυμνασμένου σώματος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.