ανέγερση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανέγερση | οι | ανεγέρσεις |
| γενική | της | ανέγερσης* | των | ανεγέρσεων |
| αιτιατική | την | ανέγερση | τις | ανεγέρσεις |
| κλητική | ανέγερση | ανεγέρσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανεγέρσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανέγερση < ελληνιστική κοινή ἀνέγερσις < αρχαία ελληνική ἀνεγείρω
Μεταφράσεις
ανέγερση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.