οικοδόμηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοδόμηση οι οικοδομήσεις
      γενική της οικοδόμησης* των οικοδομήσεων
    αιτιατική την οικοδόμηση τις οικοδομήσεις
     κλητική οικοδόμηση οικοδομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οικοδομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικοδόμηση < οικοδομώ

Ουσιαστικό

οικοδόμηση θηλυκό

  • χτίσιμο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.