χρωστούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρωστούμενος | η | χρωστούμενη | το | χρωστούμενο |
| γενική | του | χρωστούμενου | της | χρωστούμενης | του | χρωστούμενου |
| αιτιατική | τον | χρωστούμενο | τη | χρωστούμενη | το | χρωστούμενο |
| κλητική | χρωστούμενε | χρωστούμενη | χρωστούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρωστούμενοι | οι | χρωστούμενες | τα | χρωστούμενα |
| γενική | των | χρωστούμενων | των | χρωστούμενων | των | χρωστούμενων |
| αιτιατική | τους | χρωστούμενους | τις | χρωστούμενες | τα | χρωστούμενα |
| κλητική | χρωστούμενοι | χρωστούμενες | χρωστούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.