αχρεώστητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχρεώστητος η αχρεώστητη το αχρεώστητο
      γενική του αχρεώστητου της αχρεώστητης του αχρεώστητου
    αιτιατική τον αχρεώστητο την αχρεώστητη το αχρεώστητο
     κλητική αχρεώστητε αχρεώστητη αχρεώστητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχρεώστητοι οι αχρεώστητες τα αχρεώστητα
      γενική των αχρεώστητων των αχρεώστητων των αχρεώστητων
    αιτιατική τους αχρεώστητους τις αχρεώστητες τα αχρεώστητα
     κλητική αχρεώστητοι αχρεώστητες αχρεώστητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αχρεώστητος < μεσαιωνική ελληνική ἀχρεώστητος < (ελληνιστική κοινή) χρεωστώ < αρχαία ελληνική χρέος

Επίθετο

αχρεώστητος, -η, -ο

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.