χρωστώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρωστώ <(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χρωστῶ < ελληνιστική κοινή χρεωστῶ - περισσότερα στο χρωστάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾoˈsto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρω‐στώ
Μεταφράσεις
χρωστώ
|
→ δείτε τη λέξη χρωστάω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.