χρυσελεφάντινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρυσελεφάντινος | η | χρυσελεφάντινη | το | χρυσελεφάντινο |
| γενική | του | χρυσελεφάντινου | της | χρυσελεφάντινης | του | χρυσελεφάντινου |
| αιτιατική | τον | χρυσελεφάντινο | τη | χρυσελεφάντινη | το | χρυσελεφάντινο |
| κλητική | χρυσελεφάντινε | χρυσελεφάντινη | χρυσελεφάντινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρυσελεφάντινοι | οι | χρυσελεφάντινες | τα | χρυσελεφάντινα |
| γενική | των | χρυσελεφάντινων | των | χρυσελεφάντινων | των | χρυσελεφάντινων |
| αιτιατική | τους | χρυσελεφάντινους | τις | χρυσελεφάντινες | τα | χρυσελεφάντινα |
| κλητική | χρυσελεφάντινοι | χρυσελεφάντινες | χρυσελεφάντινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρυσελεφάντινος < χρυσο- + ελεφάντινος
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾi.se.leˈfan.di.nos/
Επίθετο
χρυσελεφάντινος, -η, -ο
- κατασκευασμένος από χρυσό και ελεφαντόδοντο
- ο Φειδίας κατασκεύασε τα χρυσελεφάντινα αγάλματα της ΑΘηνάς στον Παρθενώνα και του Δία στην Ολυμπία.
Μεταφράσεις
χρυσελεφάντινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.