χρυσελεφάντινων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χρυσελεφάντινων

  1. γενική πληθυντικού του χρυσελεφάντινος
  2. γενική πληθυντικού του χρυσελεφάντινη
  3. γενική πληθυντικού του χρυσελεφάντινο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.