ivoire
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- ivoire < λατινική eboreus < ebur, γενική eboris
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.vwaʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| ivoire | ivoires |
ivoire (fr) αρσενικό
- η ουσία από την οποία είναι φτιαγμένο το ελεφαντόδοντο
- κάθε καλλιτέχνημα από ελεφαντόδοντο
- η ουσία από την οποία είναι φτιαγμένα τα δόντια ορισμένων άλλων ζώων (ρινόκερος...)
- (ανατομία) το σκληρό μέρος των δοντιών
Συγγενικά
- ivoirerie
- ivoirier
- ivoirin - ivoirine
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.