ivoire

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

ivoire < λατινική eboreus < ebur, γενική eboris

Προφορά

ΔΦΑ : /i.vwaʁ/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ivoire ivoires

ivoire (fr) αρσενικό

  1. η ουσία από την οποία είναι φτιαγμένο το ελεφαντόδοντο
  2. κάθε καλλιτέχνημα από ελεφαντόδοντο
  3. η ουσία από την οποία είναι φτιαγμένα τα δόντια ορισμένων άλλων ζώων (ρινόκερος...)
  4. (ανατομία) το σκληρό μέρος των δοντιών

Επίθετο

ivoire (fr)

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.