χρυσελεφάντινο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χρυσελεφάντινο

  1. αιτιατική ενικού του χρυσελεφάντινος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χρυσελεφάντινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.