utilitaire

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
utilitaire utilitaires

utilitaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) που αφορά ή τηρεί τη θεωρία του ωφελιμισμού
  2. χρήσιμος, επαγγελματικός
    Un véhicule utilitaire. - Επαγγελματικό όχημα.
  3. ιδιοτελής
    Calculs, préoccupations utilitaires. - Ιδιοτελείς υπολογισμοί, επιδιώξεις.

Ουσιαστικό

utilitaire (fr) αρσενικό

  • (πληροφορική) λογισμικό που χρησιμεύει στη διαχείριση του συστήματος
Un utilitaire de gestion de fichiers. - Πρόγραμμα διαχείρισης αρχείων.

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.