αχρημάτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχρημάτιστος | η | αχρημάτιστη | το | αχρημάτιστο |
| γενική | του | αχρημάτιστου | της | αχρημάτιστης | του | αχρημάτιστου |
| αιτιατική | τον | αχρημάτιστο | την | αχρημάτιστη | το | αχρημάτιστο |
| κλητική | αχρημάτιστε | αχρημάτιστη | αχρημάτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχρημάτιστοι | οι | αχρημάτιστες | τα | αχρημάτιστα |
| γενική | των | αχρημάτιστων | των | αχρημάτιστων | των | αχρημάτιστων |
| αιτιατική | τους | αχρημάτιστους | τις | αχρημάτιστες | τα | αχρημάτιστα |
| κλητική | αχρημάτιστοι | αχρημάτιστες | αχρημάτιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.xɾiˈma.ti.stos/
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αχρημάτιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.