χούφτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χούφτα | οι | χούφτες |
| γενική | της | χούφτας | των | χουφτών |
| αιτιατική | τη | χούφτα | τις | χούφτες |
| κλητική | χούφτα | χούφτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χούφτα < φούχτα (με αντιμετάθεση συμφώνων)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxu.fta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χού‐φτα
Ουσιαστικό
χούφτα θηλυκό
Εκφράσεις
- σκορπάει τα λεφτά με τις χούφτες: Δηλώνει πληθώρα αγαθών, σπατάλη.
- με τρώει η χούφτα μου: Είμαι έτοιμος για καβγά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.