hand

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
hand hands

hand (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα) το χέρι
  2. ο εργάτης

Συγγενικά

Σύνθετα

Εκφράσεις

Ρήμα

ενεστώτας hand
γ΄ ενικό ενεστώτα hands
αόριστος handed
παθητική μετοχή handed
ενεργητική μετοχή handing

hand (en)

  • περνάω ή δίνω σε κάποιον κάτι
    Hand me your lighter/the salt, please.
    Για πέρασε τον αναπτήρα σου/το αλάτι.
    Read it and hand it to your friends.
    Διάβασε το και πέρασε το στους φίλους σου.
     συνώνυμα: pass

Σύνθετα

Πηγές



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

hand (nl)

  • (ανθρώπινο σώμα) το χέρι



Σουηδικά (sv)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

hand (sv)

  • (ανθρώπινο σώμα) το χέρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.