χουχουλιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χουχουλιάρης η χουχουλιάρα το χουχουλιάρικο
      γενική του χουχουλιάρη της χουχουλιάρας του χουχουλιάρικου
    αιτιατική τον χουχουλιάρη τη χουχουλιάρα το χουχουλιάρικο
     κλητική χουχουλιάρη χουχουλιάρα χουχουλιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χουχουλιάρηδες οι χουχουλιάρες τα χουχουλιάρικα
      γενική των χουχουλιάρηδων των χουχουλιάρικων
    αιτιατική τους χουχουλιάρηδες τις χουχουλιάρες τα χουχουλιάρικα
     κλητική χουχουλιάρηδες χουχουλιάρες χουχουλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χουχουλιάρης < χουχουλιάζω + -ρης < (ηχομιμητική λέξη)

Επίθετο

χουχουλιάρης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.