ζεστασιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζεστασιά οι ζεστασιές
      γενική της ζεστασιάς των ζεστασιών
    αιτιατική τη ζεστασιά τις ζεστασιές
     κλητική ζεστασιά ζεστασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζεστασιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ζεστασιά θηλυκό

  1. το ευχάριστο αίσθημα που προκαλεί μια υψηλότερη θερμοκρασία περιβάλλοντος
  2. (μεταφορικά) θαλπωρή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.