χουχουλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χουχουλιάζω < (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /xu.xuˈʎa.zo/

Ρήμα

χουχουλιάζω

  1. (οικείο) φυσάω κάτι με την ανάσα μου (για να το ζεστάνω)
  2. (οικείο) είμαι ξαπλωμένος με τρόπο νωχελικό σε τόπο ζεστό και αράζω ή ξεκουράζομαι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.