χουχουλιάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χουχουλιάρικος η χουχουλιάρικη το χουχουλιάρικο
      γενική του χουχουλιάρικου της χουχουλιάρικης του χουχουλιάρικου
    αιτιατική τον χουχουλιάρικο τη χουχουλιάρικη το χουχουλιάρικο
     κλητική χουχουλιάρικε χουχουλιάρικη χουχουλιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χουχουλιάρικοι οι χουχουλιάρικες τα χουχουλιάρικα
      γενική των χουχουλιάρικων των χουχουλιάρικων των χουχουλιάρικων
    αιτιατική τους χουχουλιάρικους τις χουχουλιάρικες τα χουχουλιάρικα
     κλητική χουχουλιάρικοι χουχουλιάρικες χουχουλιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χουχουλιάρικος < χουχουλιάρης + -ικος < χουχουλιάζω + -ρης < (ηχομιμητική λέξη)

Επίθετο

χουχουλιάρικος

  1. που σε βοηθά να χουχουλιάζεις
  2. που μέσα του χουχουλιάζεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.