χουχουλιάρικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χουχουλιάρικα < χουχουλιάρικος + -α < χουχουλιάρης + -ικος < χουχουλιάζω + -ρης < (ηχομιμητική λέξη)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χουχουλιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.