χλαλοή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλαλοή οι χλαλοές
      γενική της χλαλοής των χλαλοών
    αιτιατική τη χλαλοή τις χλαλοές
     κλητική χλαλοή χλαλοές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλαλοή < μεσαιωνική ελληνική οχλαγωγία < ελληνιστική κοινή ὀχλαγωγία < αρχαία ελληνική ὄχλος + ἄγω

Προφορά

ΔΦΑ : /xla.loˈi/

Ουσιαστικό

χλαλοή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.