οχλοβοή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οχλοβοή | οι | οχλοβοές |
| γενική | της | οχλοβοής | των | οχλοβοών |
| αιτιατική | την | οχλοβοή | τις | οχλοβοές |
| κλητική | οχλοβοή | οχλοβοές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.xlo.voˈi/
Ουσιαστικό
οχλοβοή θηλυκό
- (λόγιο) οχλαγωγία, φασαρία, θόρυβος
- Τώρα ο κινηματόγραφος (sic) άρχισε να γιομίζει. Άντρες, γυναίκες και παιδιά όρμαγαν βιαστικοί και έτρεχαν ποιος να πρωτοκάτσει στην καρέκλα που διάλεξε και φώναζε και τους δικούς του να κάτσουν δίπλα, ο πασατεμπάς διαλαλούσε τον πασατέμπο του: «Εδώ ο ζεστός κι ο φρέσκος», ο κύριος τελώνης φώναξε «Δυο τσιτσιμπίρες, παρακαλώ», γινόταν οχλοβοή κι από το γραμμόφωνο ακουγόταν δυνατά το τραγούδι. (Ντίνος Δημόπουλος, Τα δελφινάκια του Αμβρακικού, 1988)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.