ὄχλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

ὄχλος αρσενικό

  1. άτακτο πλήθος ανθρώπων, μπουλούκι, άτακτο σώμα στρατιωτών
  2. κατώτερο στρώμα λαού
  3. βοή πλήθους, διαταραχή, φορτικότητα

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.