ὀχλαγωγία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὀχλαγωγίᾱ | αἱ | ὀχλαγωγίαι |
| γενική | τῆς | ὀχλαγωγίᾱς | τῶν | ὀχλαγωγιῶν |
| δοτική | τῇ | ὀχλαγωγίᾳ | ταῖς | ὀχλαγωγίαις |
| αιτιατική | τὴν | ὀχλαγωγίᾱν | τὰς | ὀχλαγωγίᾱς |
| κλητική ὦ! | ὀχλαγωγίᾱ | ὀχλαγωγίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀχλαγωγίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀχλαγωγίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὀχλαγωγία < ὀχλαγωγός < αρχαία ελληνική ὄχλος + ἄγω
Ουσιαστικό
ὀχλαγωγία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.