χλαίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χλαίνη | οι | χλαίνες |
| γενική | της | χλαίνης | των | χλαινών |
| αιτιατική | τη | χλαίνη | τις | χλαίνες |
| κλητική | χλαίνη | χλαίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
νεαρός στρατιώτης με χλαίνη στις αρχές του 20ού αι.
Ετυμολογία
- χλαίνη < αρχαία ελληνική χλαῖνα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxle.ni/
Ουσιαστικό
χλαίνη θηλυκό
Σημειώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.