χλαίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλαίνη οι χλαίνες
      γενική της χλαίνης των χλαινών
    αιτιατική τη χλαίνη τις χλαίνες
     κλητική χλαίνη χλαίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
νεαρός στρατιώτης με χλαίνη στις αρχές του 20ού αι.

Ετυμολογία

χλαίνη < αρχαία ελληνική χλαῖνα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxle.ni/

Ουσιαστικό

χλαίνη θηλυκό

  1. χοντρό ιμάτιο που το φορούσαν οι αρχαίοι το χειμώνα πάνω από τον χιτώνα
  2. το σκέπασμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες το χειμώνα, το αντίστοιχο πάπλωμα
  3. στρατιωτικό πανωφόρι μεγάλου μήκους
     συνώνυμα: επενδύτης

Σημειώσεις

  • η χλαμύδα ήταν κοντό και στρατιωτικό κυρίως ρούχο, το ιμάτιο ήταν κάτι ενδιάμεσο από άποψη ζεστασιάς και για τα πολλά κρύα είχαν τη χλαίνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.