χλαίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλαίνα οι χλαίνες
      γενική της χλαίνας των χλαινών
    αιτιατική τη χλαίνα τις χλαίνες
     κλητική χλαίνα χλαίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλαίνα < αρχαία ελληνική χλαῖνα < προελληνική *χλᾰν- (συγγενές με τα χλανίς και χλαμύς)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxle.na/

Ουσιαστικό

χλαίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.