capote

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
capote capotes

Ουσιαστικό

capote (fr) θηλυκό

  1. το χοντρό παλτό, με ή χωρίς κουκούλα
  2. (ειδικότερα) η χλαίνη στρατιωτών
  3. η κουκούλα ενός αυτοκινήτου
  4. η καπότα, ανδρικό προφυλακτικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.