cloak
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
cloak (en)
- μανδύας, κάπα
- (μεταφορικά) κάτι που επικαλύπτει σαν κουβέρτα, πέπλος
- a cloak of mystery - πέπλος μυστηρίου
- (πληροφορική) κείμενο/ψευδώνυμο που αποκρύπτει τον τηλεπικοινωνιακό πάροχο και την διεύθυνση IP ενός χρήστη στο IRC
Εκφράσεις
- cloak and dagger
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.