cloak

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

cloak (en)

  1. μανδύας, κάπα
  2. (μεταφορικά) κάτι που επικαλύπτει σαν κουβέρτα, πέπλος
    a cloak of mystery - πέπλος μυστηρίου
  3. (πληροφορική) κείμενο/ψευδώνυμο που αποκρύπτει τον τηλεπικοινωνιακό πάροχο και την διεύθυνση IP ενός χρήστη στο IRC

Εκφράσεις

  • cloak and dagger
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.