wrapper
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
wrapper (en)
- συσκευαστής, μηχάνημα που συσκευάζει
- περιτύλιγμα
- πανωφόρι, ελαφριά ρόμπα
- κάλυμα βιβλίου
- (πληροφορική) τμήμα προγράμματος υπολογιστή που εξυπηρετεί στη σύνδεση άλλων προγραμμάτων
-
wrapper στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.