wrapper

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

wrapper (en)

  1. συσκευαστής, μηχάνημα που συσκευάζει
  2. περιτύλιγμα
  3. πανωφόρι, ελαφριά ρόμπα
  4. κάλυμα βιβλίου
  5. (πληροφορική) τμήμα προγράμματος υπολογιστή που εξυπηρετεί στη σύνδεση άλλων προγραμμάτων

  • wrapper στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.