χιαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιαστός | η | χιαστή | το | χιαστό |
| γενική | του | χιαστού | της | χιαστής | του | χιαστού |
| αιτιατική | τον | χιαστό | τη | χιαστή | το | χιαστό |
| κλητική | χιαστέ | χιαστή | χιαστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιαστοί | οι | χιαστές | τα | χιαστά |
| γενική | των | χιαστών | των | χιαστών | των | χιαστών |
| αιτιατική | τους | χιαστούς | τις | χιαστές | τα | χιαστά |
| κλητική | χιαστοί | χιαστές | χιαστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χιαστός < (ελληνιστική κοινή) χιαστός < χῖ < αρχαία ελληνική χεῖ
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.aˈstos/
Επίθετο
χιαστός, -ή, -ό
- → δείτε τις λέξεις σταυρωτός και σταυροειδής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.