crisscross

Αγγλικά (en)

Επίθετο
crisscross (en) και criss-cross
- μοτίβο τεμνόμενων γραμμών
- σταυρωτός
- που διασχίζει από όλες τις κατευθύνσεις

Ρήμα
- πηγαινοέρχομαι
- που διασχίζει από όλες τις κατευθύνσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.