χιαστά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
χιαστά
<
χιαστός
+
-ά
Επίρρημα
χιαστά
(
λαϊκότροπο
)
(
σπάνιο
)
άλλη μορφή του
χιαστί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χιαστά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
χιαστό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.