σταυροειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σταυροειδής | η | σταυροειδής | το | σταυροειδές |
| γενική | του | σταυροειδούς* | της | σταυροειδούς | του | σταυροειδούς |
| αιτιατική | τον | σταυροειδή | τη | σταυροειδή | το | σταυροειδές |
| κλητική | σταυροειδή(ς) | σταυροειδής | σταυροειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σταυροειδείς | οι | σταυροειδείς | τα | σταυροειδή |
| γενική | των | σταυροειδών | των | σταυροειδών | των | σταυροειδών |
| αιτιατική | τους | σταυροειδείς | τις | σταυροειδείς | τα | σταυροειδή |
| κλητική | σταυροειδείς | σταυροειδείς | σταυροειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σταυροειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σταυροειδής
Παράγωγα
Πηγές
- σταυροειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σταυροειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.