καταχθόνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταχθόνιος | η | καταχθόνια | το | καταχθόνιο |
| γενική | του | καταχθόνιου | της | καταχθόνιας | του | καταχθόνιου |
| αιτιατική | τον | καταχθόνιο | την | καταχθόνια | το | καταχθόνιο |
| κλητική | καταχθόνιε | καταχθόνια | καταχθόνιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταχθόνιοι | οι | καταχθόνιες | τα | καταχθόνια |
| γενική | των | καταχθόνιων | των | καταχθόνιων | των | καταχθόνιων |
| αιτιατική | τους | καταχθόνιους | τις | καταχθόνιες | τα | καταχθόνια |
| κλητική | καταχθόνιοι | καταχθόνιες | καταχθόνια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταχθόνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταχθόνιος
- (μεταφορική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική infernal[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈxθo.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐χθό‐νι‐ος
Επίθετο
καταχθόνιος, -α, -ο
- που ζει στα βάθη της γης, κυρίως για μεταφυσικά πλάσματα
- ※ Σὰν τὴν ἀνεμοζάλη, σὰν τὴν ἀστραπή, / γκρεμίζεις τῆς σκλαβιᾶς τὸ καταχθόνιο κτίριο / καὶ θεμελιώνεις μ’ ἆσμα νικητήριο / τῆς λευτεριᾶς τὸν πύργο τὸ φωτολαμπῆ. (Αριστομένης Προβελέγγιος, Στο Στρατό μας)
- (μεταφορικά) που ενεργεί ή γίνεται ύπουλα, κρυφά, δόλια
Αναφορές
- καταχθόνιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.