χερσαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χερσαίος η χερσαία το χερσαίο
      γενική του χερσαίου της χερσαίας του χερσαίου
    αιτιατική τον χερσαίο τη χερσαία το χερσαίο
     κλητική χερσαίε χερσαία χερσαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χερσαίοι οι χερσαίες τα χερσαία
      γενική των χερσαίων των χερσαίων των χερσαίων
    αιτιατική τους χερσαίους τις χερσαίες τα χερσαία
     κλητική χερσαίοι χερσαίες χερσαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χερσαίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χερσαῖος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /çeɾˈse.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χερσαίος

Επίθετο

χερσαίος

  • που αναφέρεται ή βρίσκεται ή συμβαίνει στην ξηρά
χερσαία σύνορα, χερσαίες (στρατιωτικές) επιχειρήσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.