χειρουργημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειρουργημένος | η | χειρουργημένη | το | χειρουργημένο |
| γενική | του | χειρουργημένου | της | χειρουργημένης | του | χειρουργημένου |
| αιτιατική | τον | χειρουργημένο | τη | χειρουργημένη | το | χειρουργημένο |
| κλητική | χειρουργημένε | χειρουργημένη | χειρουργημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειρουργημένοι | οι | χειρουργημένες | τα | χειρουργημένα |
| γενική | των | χειρουργημένων | των | χειρουργημένων | των | χειρουργημένων |
| αιτιατική | τους | χειρουργημένους | τις | χειρουργημένες | τα | χειρουργημένα |
| κλητική | χειρουργημένοι | χειρουργημένες | χειρουργημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειρουργημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χειρουργώ
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.