χειρουργημένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χειρουργημένων

  1. γενική πληθυντικού του χειρουργημένος
  2. γενική πληθυντικού του χειρουργημένη
  3. γενική πληθυντικού του χειρουργημένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.