χειρουργημένο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χειρουργημένο

  1. αιτιατική ενικού του χειρουργημένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χειρουργημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.