χειροτέχνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χειροτέχνης | οι | χειροτέχνες |
| γενική | του | χειροτέχνη | των | χειροτεχνών |
| αιτιατική | τον | χειροτέχνη | τους | χειροτέχνες |
| κλητική | χειροτέχνη | χειροτέχνες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειροτέχνης < αρχαία ελληνική χειροτέχνης
Ουσιαστικό
χειροτέχνης αρσενικό (θηλυκό: χειροτέχνισσα, χειροτέχνιδα)
- (επάγγελμα) ο τεχνίτης που κατασκευάζει αντικείμενα με τα χέρια του, που κάνει χειροτεχνίες, χειροτεχνήματα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
χειροτέχνης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κοινός τεχνίτης, ο χειρώνακτας σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα
- πιθανόν ο δούλος που κέρδιζε χρήματα για λογαριασμό του πολίτη
- ο ασήμαντος που ασχολείται με χειρονακτικές εργασίες σε αντιδιαστολή προς τον πολιτκό, τον φιλόσοφο ή τον επιστήμονα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.