χειροτέχνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χειροτέχνης οι χειροτέχνες
      γενική του χειροτέχνη των χειροτεχνών
    αιτιατική τον χειροτέχνη τους χειροτέχνες
     κλητική χειροτέχνη χειροτέχνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειροτέχνης < αρχαία ελληνική χειροτέχνης

Ουσιαστικό

χειροτέχνης αρσενικό (θηλυκό: χειροτέχνισσα, χειροτέχνιδα)

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χειροτέχνης < χείρ και τέχνη

Ουσιαστικό

χειροτέχνης αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο κοινός τεχνίτης, ο χειρώνακτας σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα
  2. πιθανόν ο δούλος που κέρδιζε χρήματα για λογαριασμό του πολίτη
  3. ο ασήμαντος που ασχολείται με χειρονακτικές εργασίες σε αντιδιαστολή προς τον πολιτκό, τον φιλόσοφο ή τον επιστήμονα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.