χειροτέχνημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χειροτέχνημα τα χειροτεχνήματα
      γενική του χειροτεχνήματος των χειροτεχνημάτων
    αιτιατική το χειροτέχνημα τα χειροτεχνήματα
     κλητική χειροτέχνημα χειροτεχνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειροτέχνημα < χειροτεχνία

Ουσιαστικό

χειροτέχνημα ουδέτερο

  1. το αποτέλσμα, προϊόν της χειροτεχνίας, το αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί με τα χέρια και όχι με μηχανή ή εκείνο που παράγεται σε χειροτεχνία (καμιά φορά και με παρεμβολή χρήσης μηχανημάτων)
  2. συχνά το κομψοτέχνημα για κάτι μικρό, χειροποίητο και καλόγουστο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.