χειροκρότηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χειροκρότηση | οι | χειροκροτήσεις |
| γενική | της | χειροκρότησης* | των | χειροκροτήσεων |
| αιτιατική | τη | χειροκρότηση | τις | χειροκροτήσεις |
| κλητική | χειροκρότηση | χειροκροτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χειροκροτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειροκρότηση < χειροκροτώ
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1816
Ουσιαστικό
χειροκρότηση θηλυκό
- το χτύπημα των παλαμών των χεριών μεταξύ τους και ο θόρυβος που προκαλείται με σκοπό να εκφραστεί αποδοχή, επιδοκιμασία ή ενθουσιασμός για κάποιον ή κάτι
- θερμή χειροκρότηση
- (συνεκδοχικά) η εκδήλωση αποδοχής, επιδοκιμασίας ή ενθουσιασμού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χειροκρότηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.