χειριδωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειριδωτός η χειριδωτή το χειριδωτό
      γενική του χειριδωτού της χειριδωτής του χειριδωτού
    αιτιατική τον χειριδωτό τη χειριδωτή το χειριδωτό
     κλητική χειριδωτέ χειριδωτή χειριδωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειριδωτοί οι χειριδωτές τα χειριδωτά
      γενική των χειριδωτών των χειριδωτών των χειριδωτών
    αιτιατική τους χειριδωτούς τις χειριδωτές τα χειριδωτά
     κλητική χειριδωτοί χειριδωτές χειριδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χειριδωτός < αρχαία ελληνική χειριδωτός < χειρίς < χείρ

Επίθετο

χειριδωτός, -ή, -ό

  • με χειρίδες, μανίκια, συνήθως φαρδιά
    Οι καρυάτιδες έχουν πλούσιους βοστρύχους που καλύπτουν τους ώμους τους, φέρουν ενώτια, και φορούν χειριδωτό χιτώνα. (*)

Αντώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη χέρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.