χειριδωτών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χειριδωτών
- γενική πληθυντικού του χειριδωτός
- γενική πληθυντικού του χειριδωτή
- γενική πληθυντικού του χειριδωτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.