αχειρίδωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχειρίδωτος | η | αχειρίδωτη | το | αχειρίδωτο |
| γενική | του | αχειρίδωτου | της | αχειρίδωτης | του | αχειρίδωτου |
| αιτιατική | τον | αχειρίδωτο | την | αχειρίδωτη | το | αχειρίδωτο |
| κλητική | αχειρίδωτε | αχειρίδωτη | αχειρίδωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχειρίδωτοι | οι | αχειρίδωτες | τα | αχειρίδωτα |
| γενική | των | αχειρίδωτων | των | αχειρίδωτων | των | αχειρίδωτων |
| αιτιατική | τους | αχειρίδωτους | τις | αχειρίδωτες | τα | αχειρίδωτα |
| κλητική | αχειρίδωτοι | αχειρίδωτες | αχειρίδωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αχειρίδωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀχειρίδωτος < αρχαία ελληνική χειριδωτός < χείρ
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χέρι
Μεταφράσεις
αχειρίδωτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.