ενώτιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενώτιο τα ενώτια
      γενική του ενώτιου
& ενωτίου
των ενώτιων
& ενωτίων
    αιτιατική το ενώτιο τα ενώτια
     κλητική ενώτιο ενώτια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενώτιο < αρχαία ελληνική ἐνώτιον < ὠτίον, υποκοριστικό του οὖς

Ουσιαστικό

ενώτιο ουδέτερο

  1. (λόγιο, κόσμημα) σκουλαρίκι
  2. (αρχιτεκτονική) δομικό στοιχείο μεταξύ των πεσσών στους οποίους στηρίζεται ο τρούλος και στη βάση του

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη αφτί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.